Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Η πτώση του τείχους - 2

Γραφείο της εβδομαδιαίας εφημερίδας της Αλληλεγγύης
Bruno Barbey 1981
Οι Ανατολικογερμανοί μπορούσαν τουλάχιστον να ελπίζουν στη βοήθεια των Δυτικογερμανών. Τα άλλα έθνη του Σοβιετικού μπλοκ, τα οποία είχαν υποφέρει όλα από την ίδια λαίλαπα, έπρεπε να τα καταφέρουν μόνα τους.
" Ο μέγας μεταρρυθμιστής της Πολωνίας Λέσεκ Μπαλτσέροβιτς ακολουθούσε το παράδειγμα ενός άλλου μεγάλου οικονομικού μεταρρυθμιστή, του Λούντβιχ Έρχαρτ. Οικονομικός εγκέφαλος της Δυτικής Γερμανίας υπό την συμμαχική κατοχή το 1948, ο Έρχαρτ αναζωογόνησε την κατεστραμμένη οικονομία ανακοινώνοντας έξαφνα το τέλος του ελέγχου των τιμών και της παραγωγής. Ο Έρχαρτ είχε υπερβεί σαφώς τις αρμοδιότητές του, αλλά επέλεξε να κάνει την ανακοίνωσή του το Σαββατοκύριακο, οπότε μέχρι ν’ αντιδράσουν οι δυνάμεις κατοχής οι τιμές είχαν αλλάξει δραματικά. Προς μεγάλη έκπληξη όλων των επικριτών, τα μαγαζιά της Γερμανίας, τα οποία έπασχαν από χρόνια έλλειψη τροφίμων κι εμπορευμάτων, γέμισαν εν ριπή οφθαλμού από αγαθά, κι η περίφημη μαύρη αγορά εξαφανίστηκε. Στην αρχή οι τιμές ήταν υπερβολικές, αλλά σύντομα έπεσαν, καθώς η προσφορά ξεπέρασε κατά πολύ τη ζήτηση.
Ο εκπαιδευμένος στη Δύση καθηγητής από τη μικρή πόλη Λίπνο της Κεντρικής Πολωνίας Μπαλτσέροβιτς ακολούθησε το παράδειγμα του Έρχαρτ προτείνοντας αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε “ επανάσταση της αγοράς ” κι όλοι οι άλλοι “ θεραπεία με ηλεκτροσόκ ”. Όταν η Αλληλεγγύη κέρδισε τις πολωνικές εκλογές τον Αύγουστο του 1989, η οικονομία βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Υπήρχαν ελλείψεις τροφίμων στα μαγαζιά, ο αχαλίνωτος πληθωρισμός κατέτρωγε την αξία των χρημάτων του κόσμου κι η κυβέρνηση είχε χρεοκοπήσει κι αδυνατούσε να πληρώσει τα χρέη της. Με προτροπή του Μπαλτσέροβιτς, η νέα κυβέρνηση της χώρας καθόρισε την 1η Ιανουαρίου 1990 ως ημέρα της μεγάλης έκρηξης, που όλοι οι έλεγχοι των τιμών θα έπαυαν.
Τον συνάντησα για πρώτη φορά σε μια διεθνή σύσκεψη τραπεζιτών στη Βασιλεία της Ελβετίας, μερικές εβδομάδες πριν από το γεγονός, και με εξέπληξε λέγοντας ότι δεν ήξερε εάν η στρατηγική αυτή θα είχε αποτελέσματα. “ Δεν μπορείς να κάνεις μεταρρυθμίσεις με μικρά βήματα ” είπε παρ’ όλ’ αυτά. Ήταν πεπεισμένος ότι σε μια κοινωνία όπου η κυβέρνηση υπαγόρευε κάθε πτυχή κάθε αγοραπωλησίας επί σαράντα χρόνια, δεν μπορούσε να υπάρξει αυτό που θα λέγαμε ομαλή μετάβαση από την κεντρική οικονομία στις ανταγωνιστικές αγορές. Έπρεπε να πάρει κανείς δραστικά μέτρα για να εξωθήσει τους ανθρώπους να πάρουν τις δικές τους αποφάσεις και, όπως είπε ο ίδιος, να πειστούν ότι η αλλαγή είναι αναπόφευκτη.
Η μεγάλη έκρηξη, όπως ήταν αναμενόμενο, έφερε τρομερή αναστάτωση. Όπως ακριβώς είχε συμβεί στη Γερμανία του Έρχαρτ, οι τιμές αρχικά εκτινάχθηκαν προς τα πάνω – το ζλότι έχασε σχεδόν τη μισή αγοραστική του αξία μέσα σε δύο εβδομάδες. Όμως αμέσως εμφανίστηκαν καινούργια αγαθά στα καταστήματα και βαθμιαία οι τιμές εξομαλύνθηκαν. Ο Μπαλτσέροβιτς είχε βάλει ανθρώπους να ελέγχουν συνεχώς τα καταστήματα κι είπε αργότερα : “ Η πιο σημαντική μέρα ήταν όταν μου είπαν ότι η τιμή των αυγών πέφτει ”. Δεν μπορούσε να υπάρχει πιο εύγλωττο σημάδι ότι η μετάβαση στην ελεύθερη αγορά είχε αρχίσει να λειτουργεί.
.
Συμφωνία περιορισμού των εξοπλισμών
Τον Δεκέμβριο του 1987 ο Ρέιγκαν κι ο Γκορμπατσόφ υπέγραψαν στον Λευκό Οίκο τη συμφωνία για τους πυραύλους μέσου βεληνεκούς ( INF ), θέτοντας τέλος στους δεκαετείς φόβους από τακτικά πυρηνικά όπλα στην Ευρώπη.
Η επιτυχία της Πολωνίας ενθάρρυνε την Τσεχοσλοβακία να δοκιμάσει μια ακόμη ευρύτερη μεταρρυθμιστική πολιτική. Ο Βάτσλαβ Κλάους, ο υπουργός οικονομικών, ήθελε να παραδώσει τις κρατικές επιχειρήσεις στον ιδιωτικό τομέα. Αντί να προσπαθήσει να τις πουλήσει με πλειστηριασμό σε ομάδες επενδυτών – κανείς στην Τσεχοσλοβακία δεν είχε τα απαιτούμενα έτοιμα μετρητά - πρότεινε να διανείμει την ιδιοκτησία σε ολόκληρο τον πληθυσμό με μορφή διατακτικών, το οποίο θα μπορούσε να εμπορευτεί, να πουλήσει ή ν’ ανταλλάξει για μετοχές σε κάποια κρατική επιχείρηση. Με αυτόν τον τρόπο, ο Κλάους ήθελε όχι μόνο να επιφέρει “ τη ριζική μεταμόρφωση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ”, αλλά και να θέσει τις βάσεις ενός πραγματικού χρηματιστηρίου.
Ο Κλάους μας μίλησε γι’ αυτό και για πολλά φιλόδοξα σχέδια κατά τη διάρκεια ενός γεύματος σε μία σύσκεψη της Ομοσπονδιακής Τράπεζας στο Τζάκσον Χόουλ του Γουάϊόμινγκ, τον Αύγουστο του 1990. Ο σωματώδης αυτός άντρας με το φουντωτό μουστάκι μιλούσε παθιασμένα για την επείγουσα ανάγκη μεταρρυθμίσεων. “ Εάν χάσουμε χρόνο, θα χάσουμε τα πάντα ” είπε. “ Πρέπει να δράσουμε ταχύτατα, γιατί η βαθμιαία μεταρρύθμιση απλώς παρέχει αιτιολογίες στα κατεστημένα συμφέροντα, σε μονοπώλια όλων των ειδών, σ’ όλους τους ευνοούμενους του πατερναλιστικού σοσιαλισμού, οι οποίοι δεν θέλουν ν’ αλλάξει τίποτε απολύτως ”. Αυτό ακουγόταν τόσο φλογερό κι απόλυτο, ώστε όταν ήλθε η ώρα των ερωτήσεων, έθεσα το θέμα των μεταρρυθμίσεων και της επιρροής τους στις δουλειές των ανθρώπων. “ Σκέφτεστε να εγκαταστήσετε και κάποιο είδος δικτύου ασφαλείας για τους ανέργους ; ” ρώτησα. Ο Κλάους σχεδόν δεν με άφησε να τελειώσω την ερώτηση. “ Στη χώρα σας μπορείτε να έχετε την πολυτέλεια αυτή ” είπε. “ Εμείς για να επιτύχουμε χρειαζόμαστε μια κάθετη ρήξη με το παρελθόν. Η ανταγωνιστική αγορά είναι ο σωστός τρόπος παραγωγής πλούτου, κι εκεί θα επικεντρωθούμε ”.
Εκείνος κι εγώ γίναμε καλοί φίλοι, αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που κάποιος μ’ έψεξε γιατί δεν εκτιμούσα επαρκώς τη δύναμη των ελεύθερων αγορών.
.
Η Ρουμανική επανάσταση
Ένας Ρουμάνος στρατιώτης φωτογραφίζεται μέσα από την τρύπα της ρουμανικής σημαίας στην εξέγερση του 1989. Όπως και στην Ουγγρική εξέγερση του 1956, οι στασιαστές απέκοψαν τα κομμουνιστικά σύμβολα από την εθνική σημαία. Τελικά ο πληθυσμός θεωρούσε τα κομμουνιστικά καθεστώτα υποχείρια ξένου κράτους.
Καθώς οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες κάλπαζαν προς την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων, η αστάθεια στη Μόσχα έμοιαζε να γίνεται κάθε μέρα και χειρότερη. Ήταν πολύ δύσκολο από τη Δύση να εκτιμήσει κανείς τι συνέβαινε ακριβώς. Μόλις μία εβδομάδα μετά την εκλογή του στη θέση του προέδρου της Ρωσικής Δημοκρατίας τον Ιούνιο του 1991, ο Μπορίς Γέλτσιν επισκέφθηκε τη Νέα Υόρκη και μίλησε στο υποκατάστημα εκεί της Ομοσπονδιακής Τράπεζας.
Ο Γέλτσιν είχε ξεκινήσει την καριέρα του διευθύνοντας μια κατασκευαστική εταιρεία κι είχε χρηματίσει και δήμαρχος της Μόσχας στη δεκαετία του 1980. Κατόπιν, παραιτήθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα για να ηγηθεί του κινήματος των ριζικών μεταρρυθμίσεων. Η εκλογή του σε μια πανεθνική πλειοψηφία 60% ήταν κόλαφος για τον κομμουνισμό. Αν κι υφιστάμενος του Γκορμπατσόφ, η δημοτικότητά του σε συνδυασμό με την εκρηκτική του φύση τον έφερνε πάντα στο κέντρο της προσοχής – όπως είχε συμβεί με τον Χρουστσόφ σε μια παλιότερη εποχή, έμοιαζε να είναι η προσωποποίηση των αγεφύρωτων αντιφάσεων ολόκληρης της χώρας. Το πρώτο του ταξίδι στις ΗΠΑ το 1989 ήταν καταστροφικό – ο κόσμος θυμόταν κυρίως τις ανταποκρίσεις του τύπου για την ασυνάρτητη συμπεριφορά του και για το ότι μέθυσε πίνοντας Τζακ Ντάνιελς.
Ο Τζέραλντ Κόριγκαν, ο πρόεδρος του παραρτήματος της Νέας Υόρκης, είχε αναλάβει την πρωτοβουλία να ενθαρρύνει τη Γουόλ Στριτ να πυκνώσει τις επαφές της με του Σοβιετικούς μεταρρυθμιστές – κάτι που επιθυμούσε διακαώς η κυβέρνηση Μπους. Έτσι, όταν ο Γέλτσιν ήλθε στα χωράφια μας, η Fed τον κάλεσε να μιλήσει σ’ ένα δείπνο, στο οποίο συμμετείχαν περίπου πενήντα τραπεζίτες, οικονομικοί παράγοντες και διευθυντές μεγάλων επιχειρήσεων.
Ο Γέλτσιν έφτασε με μια τεράστια ακολουθία, κι ο Κόριγκαν κι εγώ μιλήσαμε μαζί του για λίγο, πριν τον παρουσιάσουμε στους συγκεντρωμένους καλεσμένους. Ο Γέλτσιν που συναντήσαμε εκείνο το βράδυ δεν ήταν ο μεθυσμένος κλόουν που γνωρίζαμε. Έδειχνε συγκεντρωμένος και γεμάτος αποφασιστικότητα. Από το βήμα, μίλησε με συνέπεια για τη μεταρρυθμιστική τους προσπάθεια επί είκοσι λεπτά χωρίς να διαβάζει σημειώσεις και μετά απάντησε σε λεπτομερείς και συγκεκριμένες ερωτήσεις του ακροατηρίου, χωρίς να καταφύγει στους συμβούλους του για βοήθεια.
.
Η αποχώρηση των στρατευμάτων από το Αφγανιστάν
Stuart Franklin 1989
" Δηλαδή τι ; Θα πολεμάμε αιωνίως ; Θα δεχόμαστε αγόγγυστα πως ο στρατός μας δεν είναι σε θέση να ελέγξει την κατάσταση ; " Γκορμπατσόφ, Νοέμβριος 1986.
Ήταν όλο και πιο ασαφές το εάν ο Γκορμπατσόφ, ή οποιοσδήποτε άλλος, θα μπορούσε να βάλει τέλος στο κομμουνιστικό καθεστώς χωρίς να προκαλέσει την απόλυτη κατάρρευση μέσα σ’ ένα όργιο βίας. Όταν ο Γκορμπατσόφ διέλυσε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας τον Ιούνιο κι έβαλε σ’ ενέργεια το σχέδιό του ν’ ανασυστήσει την ΕΣΣΔ ως οικειοθελή συνομοσπονδία δημοκρατικών κρατών, η αντίδραση την οποία αντιμετώπιζε έγινε βίαια εμφανής. Τον Αύγουστο, μια απόπειρα πραξικοπήματος από σταλινικούς σκληροπυρηνικούς παραλίγο να τον ανατρέψει : αυτό που επέτρεψε στον Γκορμπατσόφ να επιβιώσει ήταν τα εμπνευσμένα καμώματα του Γέλτσιν, ο οποίος ανέβηκε σ΄ ένα τανκ έξω από το σοβιετικό Κοινοβούλιο.
Η Δύση άρχισε να ψάχνει τρόπους να βοηθήσει. Αυτός ήταν κι ο λόγος που ο υπουργός οικονομικών Νικ Μπρέϊντι κι εγώ ηγηθήκαμε μιας ομάδας και πήγαμε στη Μόσχα τον Σεπτέμβριο για να συναντηθούμε με τον Γκορμπατσόφ και να συσκεφθούμε με τους οικονομικούς του συμβούλους. Επισήμως, η αποστολή μας ήταν να εκτιμήσουμε ποιες μεταρρυθμίσεις ήταν αναγκαίες για τη Ρωσία, ώστε να μπορέσει η χώρα αυτή να εισέλθει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στην πραγματικότητα όμως, αυτό που θέλαμε ήταν να δούμε με τα μάτια μας τι συνέβαινε.
Από τη σκοπιά της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και του Δυτικού κόσμου, από καθαρά οικονομική άποψη, η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να μας χαλάσει τον ύπνο. Η οικονομία της δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη – φυσικά δεν υπήρχαν αξιόπιστες στατιστικές, αλλά οι ειδικοί εκτιμούσαν ότι το ΑΕΠ της ήταν περίπου στο ίδιο μέγεθος με το ΑΕΠ της Βρετανίας, ή περίπου το 1/6 ολόκληρης της Ευρώπης. Το σιδηρούν παραπέτασμα την είχε κρατήσει τόσο απομονωμένη, ώστε το μερίδιο που είχε στις παγκόσμιες αγορές ήταν μικρό. Το ίδιο και το χρέος της στις δυτικές χώρες, το οποίο μπορεί και να έπαυε ν’ αποπληρώνεται εάν κατέρρεε η κυβέρνηση. Όμως τίποτε απ’ όλ’ αυτά δεν λάμβανε υπόψη του τις πυρηνικές κεφαλές. Είχαμε όλοι μας τον ενδόμυχο φόβο ότι μια ενδεχόμενη σοβιετική κατάρρευση θα μπορούσε ν’ αποτελέσει φοβερή απειλή για τη σταθερότητα και την ασφάλεια στον κόσμο.
Αυτός ο λόγος ήταν αρκετός για να μας τρομοκρατήσει η εικόνα που αποκαλύφθηκε μπροστά μας κατά τη διάρκεια της παραμονής μας.
.
Μόδα στα απομεινάρια ενός αγάλματος του Στάλιν
Ferdinardo Scianna, Βουδαπέστη 1990
Ήταν σαφές ότι η κυβέρνηση βρισκόταν σε κατάσταση αποσύνθεσης. Ο θεσμός του κεντρικού σχεδιασμού είχε αρχίσει να διαλύεται στα εξ ω συνετέθη, κι η ίδια η διαβίωση του λαού βρισκόταν στην κόψη του ξυραφιού. Ο Έντβαρντ Σεβαρντνάτζε, ο τότε υπουργός Εξωτερικών, μας μίλησε για ταραχές στις σοβιετικές δημοκρατίες κατά μήκος των συνόρων της Ρωσίας – είπε ότι μπορεί να κινδύνευε η ζωή των είκοσι πέντε εκατομμυρίων Ρώσων που ζούσαν σε αυτές τις περιοχές. Και το χειρότερο όλων είπε, ήταν ο κίνδυνος να βρεθούν αντιμέτωπες η Ρωσία κι η Ουκρανία, που κι οι δύο κατείχαν μέρος του σοβιετικού πυρηνικού οπλοστασίου.
Τα οικονομικά δεδομένα, τα οποία ήταν αποσπασματικά στην καλύτερη περίπτωση, ήταν εξίσου ανησυχητικά. Ο πληθωρισμός είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο με τις τιμές ν’ ανεβαίνουν με ρυθμό 3 – 7% την εβδομάδα. Αυτό συνέβαινε, διότι όλοι οι κεντρικοί μηχανισμοί παραγωγής και διανομής είχαν αρχίσει να καταρρέουν, με αποτέλεσμα όλο και περισσότερο χρήμα να κυνηγάει όλο και λιγότερα προϊόντα. Σε μια προσπάθεια να κρατήσει τα πράγματα σε μια στοιχειώδη ρευστότητα, η κυβέρνηση είχε πλημμυρίσει την οικονομία με μετρητά. Ένας σύμβουλος του Γκορμπατσόφ μου είπε : “ Τα πιεστήρια δεν προλαβαίνουν. Τυπώνουμε ρούβλια είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο ”.
Και πάνω απ’ όλ’ αυτά έπεφτε βαριά η σκιά του να μη μπορούν να γεμίσουν τα ράφια των μαγαζιών με τρόφιμα. Είχαν υπάρξει εποχές που η παραγωγή της Ουκρανίας της είχε προσδώσει το χαρακτηρισμό “ ο σιτοβολώνας της οικουμένης ”. Ακόμη και τότε όμως που η συγκομιδή ήταν σχετικά πλούσια, ένα μεγάλο μέρος της σάπιζε στα χωράφια, επειδή δεν υπήρχε τρόπος να συλλεγεί και να διανεμηθεί ο καρπός. Η Σοβιετική Ένωση είχε φτάσει ν’ αγοράζει από το εξωτερικό σαράντα εκατομμύρια τόνους στάρι το χρόνο. Οι ελλείψεις ψωμιού ήταν ένα μελανό σημάδι στην εθνική μνήμη – στις διαδηλώσεις για το ψωμί του 1917, οι γιαγιάδες της Αγίας Πετρούπολης βοήθησαν με την εξέγερσή τους στην ανατροπή του τσάρου.
Μια ξεχωριστή συνομιλία μ’ έκανε να καταλάβω πόσο εύθραυστη ήταν αυτή η οικονομία και πόσο δύσκολο θα ήταν να αλλάξει. Ο Μπαρίς Νιέμτσοφ, ένας μεταρρυθμιστής οικονομολόγος, μου εκμυστηρεύτηκε : “ Και που να σου πω για τις στρατιωτικές πόλεις ”, είπε και μου αράδιασε μια σειρά ονόματα που δεν τα είχα ακούσει ποτέ.
Σε όλη την έκταση της χώρας, μου εξήγησε ο Νιέμτσοφ, υπήρχαν τουλάχιστον είκοσι πόλεις, η καθεμιά με δύο εκατομμύρια ή και περισσότερους κατοίκους, που είχαν χτιστεί γύρω από στρατιωτικά εργοστάσια. Ήταν απομονωμένες κι εξειδικευμένες, κι ο μοναδικός λόγος ύπαρξής τους ήταν η εξυπηρέτηση της σοβιετικής στρατιωτικής μηχανής. Η κεντρική ιδέα των λεγομένων του ήταν σαφής : με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και τη μετάβαση στην οικονομία της αγοράς, ολόκληρες πόλεις κι εκατομμύρια εργάτες θα έμεναν χωρίς αντικείμενο εργασίας και χωρίς τρόπο προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα. Η ακαμψία που ήταν συστατικό στοιχείο του σοβιετικού κομμουνιστικού συστήματος ήταν πολύ πιο ακραία απ’ ότι είχαμε δει ποτέ στη Δύση. Ένας από τους σοβαρότερους λόγους ανησυχίας ήταν ότι όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι των στρατιωτικών εγκαταστάσεων, μεταξύ των οποίων υπήρχαν παγκόσμιας κλάσης επιστήμονες, μηχανικοί και τεχνοκράτες, για να επιβιώσουν θ’ αναγκάζονταν τελικά να πουλήσουν τις γνώσεις τους σε κράτη – ταραξίες.
Είχα και πολλές άλλες ενημερωτικές συναντήσεις, αλλά το μήνυμα ήταν το ίδιο. Όταν συναντηθήκαμε με τον πρόεδρο Γκορμπατσόφ και μου επανέλαβε το στόχο του που ήταν να κάνει το κράτος του “ σημαντική εμπορική δύναμη στον κόσμο ”, θαύμασα το κουράγιο του. Όμως στο περιθώριο του σημειωματαρίου μου έγραψα : “ Η ΕΣΣΔ είναι μια ελληνική τραγωδία που περιμένει να συμβεί ”.
.
Αυτοκίνητο Τραμπάντ στον δρόμο της Λειψίας
Raymond Depardon 1990
" Ένας Γερμανός αποφάσισε να αιχμαλωτίσει την ιδιαίτερα χαρακτηριστική μυρωδιά των εξατμίσεων των περίφημων ανατολικογερμανικών αυτοκινήτων Τραμπάντ και να την προτείνει στους νοσταλγούς στην εξευτελιστική τιμή των 3.98 ευρώ".
Τηλεγράφημα του πρακτορείου Ρόιτερ, 19.4. 2005
Ο Γκριγκόρι Γιαβλίνσκι, βασικός οικονομολόγος του υπουργικού συμβουλίου του Γκορμπατσόφ, ηγήθηκε τον Οκτώβριο του 1991 μιας αντιπροσωπείας στην Ταϊλάνδη, όπου η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα έκαναν την ετήσια σύσκεψή τους. Αυτή ήταν μια πραγματικά ιστορική στιγμή – η πρώτη φορά που οι Σοβιετικοί αξιωματούχοι κάθονταν στο ίδιο τραπέζι μαζί με τους βασικούς εγκεφάλους της οικονομικής στρατηγικής του καπιταλιστικού κόσμου.
Είχε παραχωρηθεί ήδη στη Σοβιετική Ένωση η ιδιότητα του προσωρινού μέλους – κάτι που της έδινε και τυπικά πρόσβαση στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και στις συμβουλές της Παγκόσμιας Τράπεζας αλλά όχι στα δάνεια. Ο Γιαβλίνσκι κι η ομάδα του ήλθαν για να υποστηρίξουν τη θέση ότι η Ομοσπονδία των όσων είχαν απομείνει από τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες θα έπρεπε ν’ αποκτήσει πλήρη δικαιώματα μέλους. Το θέμα της μαζικής δανειοδότησης από τη Δύση δεν έπεσε κατευθείαν στο τραπέζι – οι Σοβιετικοί υποστήριζαν ότι μπορούσαν ν’ αντιμετωπίσουν τη μετάβαση σε μία οικονομία της αγοράς μόνοι τους, πόσο μάλλον που κανένα από τα κράτη της G7 δεν ήταν πρόθυμο να συνεισφέρει.
Οι συζητήσεις κράτησαν δύο ολόκληρες μέρες, κι αν πρέπει να επιλέξω μια λέξη για να περιγράψω αυτό που ένοιωθαν οι κεντρικοί τραπεζίτες κι οι υπουργοί οικονομικών, η λέξη αυτή θάταν ανημποριά. Ξέραμε πως ότι είχε απομείνει από τη Σοβιετική Ένωση κατέρρεε. Ξέραμε ότι οι ένοπλες δυνάμεις δεν είχαν πληρωθεί κι ότι μια κατάρρευση του στρατιωτικού μηχανισμού θα μπορούσε να θέσει την παγκόσμια ειρήνη σε κίνδυνο. Είχαμε πολύ σοβαρές ανησυχίες για το τι θα συνέβαινε στα πυρηνικά όπλα. Η σήψη ήταν εσωτερική και πολιτική. Το μόνο που μπορούσε να κάνει το ΔΝΤ ήταν να μιλάει για χρήματα, και το πρόβλημα εδώ δεν ήταν τα χρήματα. Καταλήξαμε να κάνουμε αυτό που κάνουν συνήθως οι οργανισμοί όταν αντιμετωπίζουν τέτοιες καταστάσεις : συστήσαμε μια επιτροπή να μελετήσει το πρόβλημα βαθύτερα και να κάνει προτάσεις ( στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι αναπληρωτές υπουργοί οικονομικών του G7 θα πήγαιναν στη Μόσχα σε μερικές εβδομάδες για διαβουλεύσεις ). Άρα τα πράγματα ήταν στα χέρια των Σοβιετικών μεταρρυθμιστών.
Οι προκλήσεις που αντιμετώπιζαν ήταν πολύ πιο δύσκολες από αυτές που είχαν αντιμετωπίσει οι ομόλογοί τους στην Ανατολική Ευρώπη. Οι Πολωνοί κι οι Τσέχοι ηγέτες μπόρεσαν να βασιστούν στην κατανόηση των πληθυσμών τους – όσο μεγάλη δοκιμασία και να ήταν η αλλαγή των οικονομικών συνθηκών, οι λαοί τους είχαν στο κάτω – κάτω ελευθερωθεί από τις αρπάγες της Μόσχας. Όμως πολλοί Σοβιετικοί πολίτες ήταν περήφανοι για την παντοδυναμία της χώρας τους κι είχαν θυσιάσει πολλά για να την πετύχουν. Γι’ αυτούς, η αναταραχή ήταν συνώνυμη με την θλίψη – μια τεράστια απώλεια εθνικού γοήτρου. Η ταπείνωση έκανε το έργο των μεταρρυθμιστών πολύ πιο δύσκολο.
Και το χειρότερο όλων, από το 1917 είχαν περάσει πάρα πολλά χρόνια. Σχεδόν κανείς πια δεν θυμόταν την ατομική ιδιοκτησία ούτε είχε την πρωτογενή επιχειρηματική εμπειρία ή εκπαίδευση. Δεν υπήρχαν λογιστές, εφοριακοί, οικονομικοί αναλυτές, υπεύθυνοι αγορών ή νομικοί εξειδικευμένοι στα εμπορικά ζητήματα, ούτε καν ανάμεσα στους συνταξιούχους. Στην Ανατολική Ευρώπη, όπου ο κομμουνισμός είχε επικρατήσει σαράντα χρόνια κι όχι ογδόντα, οι ελεύθερες αγορές μπορούσαν ν’ αναστηλωθούν. Στην Σοβιετική Ένωση, θα έπρεπε ν’ αναστηθούν εκ νεκρών.
.
Πορεία για την πρώτη επέτειο της ανεξαρτησίας
των Βαλτικών χωρών ( Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία )
Chris Steele - Perkins, Βίλνιους 1991
Για τις χώρες αυτές, που είχαν προσαρτηθεί στην ΕΣΣΔ το 1940, αρχίζει μια νέα εποχή, που χαρακτηρίζεται από τον εκδημοκρατισμό και το άνοιγμα στην οικονομία της αγοράς.
Ο Γκορμπατσόφ δεν έμεινε στην εξουσία αρκετά για να επιβλέψει τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς. Παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο του 1991, τότε που η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και τυπικά για να πάρει τη θέση της μια χαλαρή οικονομική συνομοσπονδία πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών. Στις 26 Δεκεμβρίου, ο κεντρικός τίτλος των New York Times ήταν : “ Ο Γκορμπατσόφ, τελευταίος Σοβιετικός ηγέτης, παραιτείται. Οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την ανεξαρτησία των δημοκρατιών. Το τέλος της ΕΣΣΔ ”.
Ο άνθρωπος που επέλεξε ο Μπορίς Γέλτσιν για να τροχοδρομήσει τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη Ρωσία ήταν ο Γεγκόρ Γκαϊντάρ. Στη δεκαετία του 1980, όταν ο ίδιος κι άλλοι νεαροί οικονομολόγοι είχαν ονειρευτεί να δημιουργήσουν μια οικονομία της αγοράς στη Σοβιετική Ένωση, είχα φανταστεί μια οργανωμένη και μεθοδική μετάβαση. Όμως τώρα, μέσα στο αυξανόμενο χάος, δεν υπήρχε χρόνος για κάτι τέτοιο : εάν η κυβέρνηση δεν έβαζε αμέσως σε ενέργεια τους θεσμούς της αγοράς, ο κόσμος θ’ άρχιζε να πεθαίνει από την πείνα. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1992, ο Γκαϊντάρ, από τη θέση του αναπληρωτή πρωθυπουργού, κατέφυγε στο σχέδιο που είχε λειτουργήσει στην Πολωνία : έθεσε απότομα τέρμα σε όλους τους ελέγχους τιμών.
Το ηλεκτροσόκ συντάραξε τους Σοβιετικούς πολύ περισσότερο απ’ ότι είχε συνταράξει τους Πολωνούς. Το μέγεθος της χώρας, η ακαμψία του συστήματος, το γεγονός ότι το κράτος υπαγόρευε τις τιμές για όσο μπορούσαν να θυμηθούν οι άνθρωποι, όλ’ αυτά στράφηκαν τώρα εναντίον τους. Ο πληθωρισμός ανέβηκε τόσο γρήγορα ώστε οι μισθοί των ανθρώπων, εάν μπορούσαν να τους εισπράξουν, έχαναν αμέσως την αξία τους κι οι πενιχρές αποταμιεύσεις τους εξανεμίστηκαν. Το ρούβλι έχασε τα ¾ της αξίας του μέσα σε τέσσερις μήνες. Τα προϊόντα εξακολούθησαν να είναι δυσεύρετα κι άνθησε η μαύρη αγορά.
Μετά, τον Οκτώβριο, ο Γέλτσιν κι οι οικονομολόγοι του εξαπέλυσαν τη δεύτερη μεγάλης κλίμακας μεταρρύθμιση : μοίρασαν διατακτικές σε εκατόν σαράντα τέσσερα εκατομμύρια πολίτες κι άρχισαν να ιδιωτικοποιούν τις κρατικές επιχειρήσεις και τη γη σε μαζική κλίμακα. Κι αυτή η μεταρρύθμιση ήταν πολύ λιγότερο αποτελεσματική απ’ ότι στην Ανατολική Ευρώπη. Εκατομμύρια άνθρωποι κατέληξαν να έχουν μετοχές σε επιχειρήσεις ή την ιδιοκτησία των διαμερισμάτων στα οποία έμεναν, πράγμα που ήταν κι ο στόχος, όμως πολλά άλλα εκατομμύρια εξαπατήθηκαν κι έχασαν κι αυτά που είχαν. Ολόκληρες βιομηχανίες κατέληξαν στα χέρια ενός μικρού αριθμού καιροσκόπων, οι οποίοι έγιναν γνωστοί με τη λέξη ολιγάρχες. Όπως ο Τζέι Γκούλντ κι οι μεγιστάνες του σιδηρόδρομου της Αμερικής του 19ου αιώνα, οι οποίοι έκαναν τεράστιες περιουσίες, εν μέρει εκμεταλλευόμενοι τις κυβερνητικές παροχές, οι ολιγάρχες αποτέλεσαν μια εντελώς καινούργια τάξη πλουσίων οξύνοντας το πολιτικό χάος.
.
Αλβανοί προσπαθούν ν' αποβιβαστούν από το πλοίο
Ferdinardo Scianna, Μπρίντεζι 1991
Χιλιάδες Αλβανοί, σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από τον εμφύλιο πόλεμο και τη φτώχεια που επέφερε ο κομμουνισμός, εγκαταλείπουν τη χώρα τους στην αρχή της δεκαετίας του 1990. Οι περισσότεροι πηγαίνουν στην Ιταλία, ελπίζοντας να ζήσουν εκεί μια καλύτερη ζωή.
Ήταν συναρπαστικό να βλέπω τα γεγονότα αυτά να εκτυλίσσονται. Οι οικονομολόγοι έχουν παρακολουθήσει πολλές φορές το φαινόμενο μιας οικονομίας της αγοράς που μετατρέπεται σε κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία : στην πραγματικότητα, η μετακίνηση της Ανατολής προς τον κομμουνισμό και της Δύσης προς τον σοσιαλισμό ήταν η κυρίαρχη οικονομική τάση του 20ού αιώνα. Γι’ αυτό και μέχρι τα πολύ πρόσφατα χρόνια είχαμε ελάχιστη εμπειρία για την περίπτωση της αντίρροπης κίνησης. Μέχρι να πέσει το Τείχος και να γίνει εμφανής η ανάγκη για τη δημιουργία οικονομιών της αγοράς από τα ερείπια των καθεστώτων της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, ελάχιστοι οικονομολόγοι σκεφτόταν τους θεμελιώδεις θεσμούς που χρειάζεται μια ελεύθερη αγορά για να λειτουργήσει. Άθελά τους, οι Σοβιετικοί εκτελούσαν για χάρη μας ένα πείραμα. Και μερικά από τα διδάγματα του πειράματος αυτού ήταν εκπληκτικά.
.
Απελπισία στην Τσετσενία
Thomas Dworzak, Γκρόζνι, Μάρτιος 2002
" Τα Ρωσικά στρατεύματα προχώρησαν κάτω από τα μάτια μας σε συστηματική λεηλασία... Το Γκρόζνι πρακτικά έχει εξαφανιστεί από τον χάρτη, όπως κι εκατοντάδες άλλες πόλεις. " Ασλάν Μασκάντοφ, Αρχηγός της Αντίστασης.
Η κατάρρευση της κεντρικής οικονομίας δεν δημιούργησε αυτόματα καπιταλισμό, αντίθετα από τις υπεραισιόδοξες προβλέψεις πολλών συντηρητικών πολιτικών. Οι δυτικές αγορές έχουν ένα τεράστιο υπόβαθρο κουλτούρας κι υποδομών, το οποίο ανέπτυξαν επί πολλές γενιές : νόμοι, συμβάσεις, συμπεριφορές, συναφή επαγγέλματα και πρακτικές, που σχεδόν απουσιάζουν από ένα κράτος κεντρικού σχεδιασμού.
Όντας υποχρεωμένοι να κάνουν τη μετάβαση κυριολεκτικά από τη μια μέρα στην άλλη, αυτό που πέτυχαν οι Σοβιετικοί δεν ήταν ένα σύστημα ελεύθερης αγοράς αλλά ένα σύστημα μαύρης αγοράς. Η μαύρη αγορά, με τις μη ρυθμισμένες τιμές της και τον ανοιχτό ανταγωνισμό, φαινομενικά μιμείται αυτό που συμβαίνει σε μια οικονομία αγοράς. Όμως μόνο εν μέρει. Κι αυτό γιατί οι κανόνες της δεν εντάσσονται σε κανένα νομικό πλαίσιο. Δεν υπάρχει δικαίωμα απόκτησης ή πώλησης περιουσίας με βάση κανόνες που στηρίζονται στην κρατική επιβολή. Δεν υπάρχουν νόμοι σχετικοί με τη σύναψη συμβολαίων ή με τη χρεοκοπία, ούτε η δυνατότητα επίλυσης διαφορών από συντεταγμένη δικαστική εξουσία. Λείπει ο άξονας της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς και συγκεκριμένα το δικαίωμα στην ιδιοκτησία.
Το αποτέλεσμα είναι η μαύρη αγορά να παράγει για την κοινωνία ελάχιστα από τα οφέλη που παράγει το νομίμως επιτρεπόμενο εμπόριο. Η γνώση ότι η κυβέρνηση προστατεύει την ιδιοκτησία ενθαρρύνει τους πολίτες να ρισκάρουν, βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία πλούτου και την οικονομική ανάπτυξη. Ελάχιστοι άνθρωποι θα διακινδύνευαν το κεφάλαιό τους εάν η απόδοσή του θα ήταν έρμαιο είτε της κυβέρνησης είτε της μαφίας.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, αυτή ήταν η εικόνα που παρουσίαζε το μεγαλύτερο μέρος της Ρωσίας. Για γενιές ολόκληρες που είχαν γαλουχηθεί με το μαρξιστικό αξίωμα ότι η ατομική ιδιοκτησία είναι κλοπή, η μετάβαση σε μια οικονομία της αγοράς αποτελούσε ήδη μεγάλη πρόκληση για την αίσθησή τους περί δικαίου και αδίκου. Η άνοδος των ολιγαρχών υπονόμευσε ακόμα περισσότερο τη λαϊκή υποστήριξη. Ευθύς εξαρχής, η παρουσία του νόμου ως υπερασπιστή της ατομικής περιουσίας ήταν ακραία άνιση. Ιδιωτικοί στρατοί ασφαλείας ανέλαβαν κατά μέγα μέρος τη δουλειά αυτή, μερικές φορές πολεμώντας μεταξύ τους κι αυξάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αίσθηση του χάους.
Δεν ήταν καθόλου ξεκάθαρο αν η κυβέρνηση Γέλτσιν καταλάβαινε πως έπρεπε να δουλεύει το νομικό σύστημα μιας οικονομίας της αγοράς. Το 1998, για παράδειγμα, ένας σημαντικός Ρώσος ακαδημαϊκός είπε στην Washington Post : “ Το κράτος θεωρεί ότι το ιδιωτικό κεφάλαιο πρέπει να υποστηρίζεται από αυτούς που το έχουν. Είναι συνειδητή η τακτική των αρχών ασφαλείας να αποστασιοποιούνται από την υπεράσπιση του ατομικού πλούτου ”. Για μένα, αυτή η δήλωση αποκάλυπτε μια τρομακτική άγνοια της ανάγκης για ενσωμάτωση των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας στο νομικό σύστημα. Η χρήση αντιμαχομένων αστυνομικών δυνάμεων δεν εξασφαλίζει το νόμο : επιβάλλει τον τρόμο και τη βία.
Η εμπιστοσύνη στο λόγο των άλλων, κι ιδιαίτερα των ξένων, ήταν ένα άλλο στοιχείο που έλειπε εμφανώς από τη νέα Ρωσία. Είναι μια πλευρά του καπιταλισμού της αγοράς, την οποία ποτέ δεν σκεφτόμαστε ενώ είναι τόσο σημαντική. Παρά το δικαίωμα που έχει ο καθένας στη Δύση να υποβάλει μήνυση για να επανορθώσει μια επιβλαβή συμπεριφορά, εάν από τα συμβόλαια που υπογράφονται κατέληγαν στα δικαστήρια παραπάνω από ένα ελάχιστο ποσοστό, το νομικό μας σύστημα θα παρέλυε εντελώς. Σε μια ελεύθερη κοινωνία οι περισσότερες δοσοληψίες επομένως είναι κατ’ ανάγκην εκούσιες. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει την ύπαρξη εμπιστοσύνης. Πάντα ένοιωθα εντυπωσιασμένος από το ότι στις δυτικές οικονομικές αγορές, δοσοληψίες εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων δεν είναι παρά προφορικές συμφωνίες, οι οποίες επιβεβαιώνονται γραπτώς αργότερα, και πολλές φορές μετά από πολλά σκαμπανεβάσματα των τιμών. Η εμπιστοσύνη απαιτεί στοιχειοθέτηση ακεραιότητας και καλής μαρτυρίας μεταξύ των συμβαλλομένων.
.
Σοβιετική στρατιωτική παρέλαση υπό το άγρυπνο βλέμμα του Λένιν. Οι παρελάσεις αυτού του είδους ήταν συχνό φαινόμενο σε σοβιετικές γιορτές όπως η Εργατική Πρωτομαγιά κι η επέτειος της Επανάστασης. Στο αποκορύφωμα της ισχύος της η ΕΣΣΔ φαινόταν ακατάβλητη. Με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, τον Νοέμβριο του 1989, η αυταπάτη διαλύθηκε.
Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν η κατάληξη ενός γιγαντιαίου πειράματος : η παλαιά αντιπαράθεση για τις αρετές των οικονομιών που είναι οργανωμένες με βάση τις ελεύθερες αγορές κι εκείνων που ρυθμίζονται από έναν κεντρικά σχεδιασμένο σοσιαλισμό, έχει στην ουσία φτάσει στο τέλος της. Οπωσδήποτε υπάρχουν ακόμη μερικοί που εξακολουθούν να υποστηρίζουν τον παλαιομοδίτικο σοσιαλισμό. Όμως για τη μεγάλη πλειονότητα των κατά προσωπική ομολογία σοσιαλιστών, ο σοσιαλισμός που επαγγέλλονται είναι ένας πολύ νερωμένος “ σοσιαλισμός της αγοράς ”, όπως συχνά αποκαλείται.
Δεν ισχυρίζομαι ότι ο κόσμος είναι έτοιμος ν' αγκαλιάσει τον καπιταλισμό της αγοράς ως τη μοναδική αξιόλογη μορφή οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης. Πάρα πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να θεωρούν τον καπιταλισμό και την εμμονή του στον υλισμό υποτιμητικό για την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου. Και μπορεί κάποιος να επιζητεί την υλική ευημερία θεωρώντας ταυτόχρονα ότι οι ανταγωνιστικές αγορές έχουν παραδοθεί αμαχητί στις λαθροχειρίες της μαζικής προώθησης και διαφήμισης, οι οποίες ευτελίζουν τη ζωή προωθώντας επιφανειακές κι εφήμερες αξίες.
Μερικές κυβερνήσεις, όπως η κυβέρνηση της Κίνας, ακόμη και τώρα προσπαθούν να χαλιναγωγήσουν τις προφανείς προτιμήσεις των πολιτών τους περιορίζοντας την πρόσβασή τους στα ξένα μέσα ενημέρωσης, τα οποία, κατά τη γνώμη τους, υπονομεύουν τον πολιτισμό τους. Και τελικά, υπάρχει κι ένας εν υπνώσει προστατευτισμός, στις Ηνωμένες πολιτείες κι αλλού, ο οποίος θα μπορούσε ν’ αναδυθεί ως ισχυρή δύναμη κατά της διεθνοποίησης του εμπορίου και της οικονομίας, άρα και του καπιταλισμού στον οποίο ευδοκιμούν, ιδιαίτερα εάν η σημερινή οικονομία του τεχνολογικά προηγμένου κόσμου παραστρατήσει. Η ετυμηγορία όμως σχετικά με τον κεντρικό σχεδιασμό έχει βγει κι είναι ομόφωνα καταδικαστική. "
Πηγές στοιχείων : Alan Greenspan, Η εποχή των αναταράξεων, Ωκεανίδα 2007, Dr. John Stevenson, Η ιστορία της Ευρώπης, Κ. Κωστόπουλος, 2005, Εικόνες που αφηγούνται την ιστορία του κόσμου, Σύγχρονοι ορίζοντες 2007.

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Η πτώση του τείχους - 1

Από τις εργασίες κατασκευής του Τείχους του Βερολίνου τον Αύγουστο του 1961. Το τείχος απέβη το κατ' εξοχήν σύμβολο του ψυχρού πολέμου. Ο Γερμανός κομμουνιστής ηγέτης Βάλτερ Ούλμπριχτ, ήταν εκείνος που επέμενε περισσότερο στο κλείσιμο των συνόρων, προκειμένου να τεθεί φραγμός στη φυγή από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας ( ΛΓΔ ).
" Ήταν 10 Οκτωβρίου 1989. Ο Τζακ Μάτλοκ, πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Σοβιετική Ένωση, με παρουσίαζε σ' ένα ακροατήριο Σοβιετικών οικονομολόγων και τραπεζιτών στο Σπάσο Χάουζ, την επίσημη κατοικία του Αμερικανού πρέσβη στη Μόσχα. Είχα πάει εκεί για να εξηγήσω το καπιταλιστικό χρηματοοικονομικό σύστημα.
Φυσικά δεν είχα ιδέα ότι σ' ένα μήνα το τείχος του Βερολίνου θα είχε γκρεμιστεί ή ότι σε δύο μόλις χρόνια η Σοβιετική Ένωση θα έπαυε να υπάρχει. Ούτε μπορούσα να υποπτευθώ ότι τα χρόνια που θ' ακολουθούσαν την πτώση του ανατολικού μπλοκ θα γινόμουν μάρτυρας ενός πολύ σπάνιου φαινομένου : την εμφάνιση μιας ανταγωνιστικής οικονομίας της αγοράς από τις στάχτες μιας κεντρικά διευθυνόμενης οικονομίας. Στην πορεία, ο θάνατος του κεντρικού σχεδιασμού αποκάλυψε την σχεδόν απίστευτη έκταση σαπίλας που είχε συσσωρευτεί επί δεκαετίες.
Με είχε καλέσει εκεί ο Λεονίντ Αμπάλκιν, ο αναπληρωτής πρωθυπουργός με αρμοδιότητα την οικονομική μεταρρύθμιση. Περίμενα ότι η συνάντησή μας εκείνη την εβδομάδα θα ήταν περισσότερο τυπική, αλλά αποδείχθηκε ότι είχα απολύτως άδικο. Πανεπιστημιακός οικονομολόγος γύρω στα πενήντα, μέλος του σκιώδους υπουργικού συμβουλίου των μεταρρυθμιστών του Γκορμπατσόφ, ο Αμπάλκιν είχε φήμη πολιτικής ευελιξίας και λεπτότητας. Το μακρύ πρόσωπό του τον έκανε να φαίνεται σα να πάσχει από χρόνιο στρες, κι υπήρχαν πράγματι πολλοί λόγοι για να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο χειμώνας όπου νάναι θα ερχόταν, κι υπήρχαν ανησυχητικές αναφορές για ελλείψεις στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και τροφίμων. Ο Γκορμπατσόφ μιλούσε δημοσίως για τον κίνδυνο αναρχίας, κι ο πρωθυπουργός είχε ζητήσει μόλις από το κοινοβούλιο έκτακτες εξουσίες για να απαγορεύσει τις απεργίες. Η περεστρόικα, η φιλόδοξη τετραετής πρωτοβουλία οικονομικής μεταρρύθμισης του Γκορμπατσόφ, παρέπαιε. Διαισθάνθηκα ότι ο Αμπάλκιν ήταν ο σωστός άνθρωπος γι’ αυτή τη δουλειά, καθώς ο προϊστάμενός του ήξερε ελάχιστα από τους μηχανισμούς της αγοράς.
Ο Αμπάλκιν ζήτησε τη γνώμη μου για μια πρόταση που διατυμπάνιζαν οι κρατικοί σχεδιαστές της σοβιετικής οικονομίας. Ήταν ένα πρόγραμμα καταπολέμησης του πληθωρισμού, το οποίο βασιζόταν σ’ ένα σύστημα αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής και σκοπό είχε να διαβεβαιώσει τον πληθυσμό ότι η αγοραστική αξία των μισθών του δεν θα χανόταν. Του περιέγραψα εν συντομία τον συνεχιζόμενο αγώνα της αμερικανικής κυβέρνησης για να αποπληρώσει τα χρέη που είχαν δημιουργήσει οι τιμαριθμικά αναπροσαρμοζόμενες παροχές των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης, και του εξέφρασα την ακλόνητη πεποίθησή μου ότι οποιαδήποτε τέτοια διασύνδεση δεν είναι παρά μια ασπιρίνη, η οποία μακροπρόθεσμα θα προκαλούσε ακόμη πιο σοβαρά προβλήματα.
Ο Αμπάλκιν δεν φάνηκε να εκπλήσσεται καθόλου. Είπε ότι, κατά τη γνώμη του, η μετάβαση από τον γραφειοκρατικό κεντρικό σχεδιασμό στην ιδιωτική αγορά, την οποία αποκάλεσε “ την πιο δημοκρατική μορφή ρύθμισης της οικονομικής δραστηριότητας ”, θα χρειαζόταν πολλά χρόνια.
.
Το τείχος του Βερολίνου
Πρόεδροι της Ομοσπονδιακής Τράπεζας είχαν αποτολμήσει και πρωτύτερα να ταξιδέψουν στην άλλη πλευρά του σιδηρού παραπετάσματος, αλλά ήξερα ότι δεν είχαν κάνει ποτέ συζητήσεις σαν αυτήν εδώ.
Εκείνα τα χρόνια λίγα πράγματα υπήρχαν προς συζήτηση :το ιδεολογικό και πολιτικό χάσμα ανάμεσα στις οικονομίες του κεντρικού σχεδιασμού του σοβιετικού μπλοκ και τις οικονομίες της αγοράς της Δύσης ήταν απλώς υπερβολικά μεγάλο. Κι όμως, το τέλος της δεκαετίας του 1980 είχε φέρει εκπληκτικές αλλαγές – οι οποίες ήταν πιο εμφανείς στην Ανατολική Γερμανία και σε άλλους δορυφόρους, αλλά και στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση. Μόλις εκείνη την άνοιξη, η Πολωνία είχε κάνει τις πρώτες ελεύθερες εκλογές της και τα γεγονότα που ακολούθησαν είχαν εκπλήξει τον κόσμο.
Πρώτον, το συνδικάτο Αλληλεγγύη κέρδισε καθαρά το κομμουνιστικό κόμμα, και μετά, αντί να στείλει τον Ερυθρό Στρατό για να επαναφέρει την τάξη, ο Γκορμπατσόφ δήλωσε ότι η ΕΣΣΔ δεχόταν το αποτέλεσμα των ελεύθερων αυτών εκλογών. Πιο πρόσφατα, η Ανατολική Γερμανία είχε αρχίσει να διαλύεται – δεκάδες χιλιάδες πολιτών της εκμεταλλεύτηκαν τον όλο και χαλαρότερο ρόλο του καθεστώτος της για να μεταβούν παράνομα στη Δύση. Κι ελάχιστες μέρες πριν φτάσω στη Μόσχα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ουγγαρίας αποκήρυξε τον μαρξισμό υιοθετώντας τον δημοκρατικό σοσιαλισμό.
Η ίδια η Σοβιετική Ένωση βρισκόταν προφανώς σε κρίση. Η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου λίγα χρόνια πριν είχε εξαφανίσει τη μόνη πραγματική πηγή ανάπτυξης, και τώρα δεν υπήρχε τίποτε για ν’ αντιπαρατεθεί στη στασιμότητα και τη διαφθορά που είχαν γίνει ενδημικές κατά την περίοδο Μπρέζνιεφ. Και σαν να μην έφταναν αυτά, υπήρχε κι ο ψυχρός πόλεμος, που η πίεσή του αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την αμερικανική κούρσα εξοπλισμών υπό τον πρόεδρο Ρέιγκαν. Και δεν ήταν μόνο ότι η Σοβιετική Ένωση έχανε τον έλεγχο των δορυφόρων της, αλλά είχε και πρόβλημα να θρέψει τον πληθυσμό της : μόνο εισάγοντας εκατομμύρια τόνους σιταριού από τη Δύση μπορούσε να εφοδιάσει τις σοβιετικές οικογένειες με ψωμί.
Ο πληθωρισμός, η άμεση ανησυχία του Αμπάλκιν, είχε ξεφύγει στην ουσία από κάθε έλεγχο: είχα δει με τα μάτια μου τεράστιες ουρές έξω από κοσμηματοπωλεία, όπου πελάτες, που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να μετατρέψουν ρούβλια σε αγαθά διαρκούς αξίας, ήταν αναγκασμένοι να περιορίζονται σε μία μόνο αγορά ανά επίσκεψη.
Ο Γκορμπατσόφ φυσικά προχωρούσε όσο πιο γρήγορα γινόταν για να φιλελευθεροποιήσει το σύστημα και ν’ αναστρέψει τη φθορά. Ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης μου φάνηκε ένας εξαιρετικά ευφυής κι ειλικρινής άνθρωπος, αλλά ήταν Σα διχασμένη προσωπικότητα. Η ευφυΐα κι η ειλικρίνεια ήταν κατά κάποιο τρόπο το πρόβλημά του. Δεν του επέτρεπαν ν’ αγνοήσει τις αντιφάσεις και τα ψεύδη, με τα οποία τον βομβάρδιζε καθημερινά το σύστημα. Παρά το ότι είχε ανδρωθεί υπό τον Στάλιν και τον Χρουστσόφ, έβλεπε καθαρά ότι η χώρα του βρισκόταν σε στασιμότητα και καταλάβαινε και το γιατί, πράγμα το οποίο ερχόταν σε αντίθεση με την κομματική του διαπαιδαγώγηση.
Το μεγάλο μυστήριο για μένα ήταν γιατί ο Γιούρι Αντρόποφ, το σκληροπυρηνικό στέλεχος που είχε προηγηθεί του Γκορμπατσόφ, τον είχε προωθήσει στην εξουσία. Ο Γκορμπατσόφ δεν προκάλεσε σκόπιμα την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ούτε ύψωσε όμως το χέρι του για να σταματήσει τη διάλυσή της. Αντίθετα από τους προκατόχους του, δεν έστειλε στρατεύματα στην Ανατολική Γερμανία ή στην Πολωνία όταν έκαναν βήματα προς την δημοκρατία.
Κι ο Γκορμπατσόφ ήλπιζε ότι η χώρα του θα γινόταν σοβαρός παίκτης στο παγκόσμιο εμπόριο. Αναμφίβολα καταλάβαινε ότι αυτή η φιλοδοξία είχε σαφώς καπιταλιστική χροιά, παρ’ όλο που ο ίδιος δεν κατανοούσε τους μηχανισμούς των χρηματιστηρίων ή των υπόλοιπων στοιχείων των δυτικών οικονομιών.
.
" Ο Γερμανικός λαός είναι ο πιο ευτυχισμένος της γης "
Walter Momber, Δήμαρχος του Δυτικού Βερολίνου
Η επίσκεψή μου γινόταν στο πλαίσιο της αυξανόμενης προσπάθειας της Ουάσινγκτον να ενθαρρύνει τους μεταρρυθμιστές Σοβιετικούς μέσα στις φιλελεύθερες συνθήκες της ανοιχτής πολιτικής ( γκλάσνοστ ) του Γκορμπατσόφ. Μόλις η KGB επέτρεψε στον κόσμο να παρακολουθεί ελεύθερα διαλέξεις και συναντήσεις, η αμερικανική πρεσβεία εγκαινίασε αμέσως μια σειρά σεμιναρίων, στα οποία ιστορικοί, οικονομολόγοι κι επιστήμονες ερχόταν ν’ ακούσουν διαλέξεις από Δυτικούς συναδέλφους τους για θέματα προηγουμένως απαγορευμένα, όπως η μαύρη αγορά, τα οικολογικά προβλήματα στις νότιες δημοκρατίες κι η ιστορία της σταλινικής εποχής.
Ένα μεγάλο μέρος της παραμονής μου αναλώθηκε σε συναντήσεις με ανώτατους αξιωματούχους. Ο καθένας από αυτούς με εξέπληξε με κάποιο ιδιαίτερο τρόπο. Ενώ είχα αναλώσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου μελετώντας την οικονομία της ελεύθερης αγοράς, η συνάντησή μου με το εναλλακτικό σύστημα και μάλιστα σε κατάσταση βαθιάς κρίσης με υποχρέωσε να σκεφτώ πολύ βαθύτερα απ’ ότι προηγουμένως τις θεμελιακές αρχές του καπιταλισμού και το πώς διέφερε από ένα κεντρικά σχεδιασμένο σύστημα.
Μια πρώτη γεύση αυτής της διαφοράς πήρα, καθώς πηγαίναμε με το αυτοκίνητο από το αεροδρόμιο προς τη Μόσχα. Σ’ ένα χωράφι στο πλάι του δρόμου, είδα ένα τρακτέρ ατμού της δεκαετίας του 1920, ένα άκομψο κι άτεχνο μηχάνημα με τεράστιους μεταλλικούς τροχούς. “ Γιατί άραγε να χρησιμοποιούν ακόμα αυτό το κατασκεύασμα; ” ρώτησα τον υπεύθυνο ασφαλείας που βρισκόταν μαζί μου στο αυτοκίνητο. “ Δεν ξέρω ”, είπε. “ Μήπως επειδή λειτουργεί ακόμη ; ” Σαν τις Σεβρολέ του 1957 στους δρόμους της Αβάνας, έδειχνε ανάγλυφα μια θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα σε μια κοινωνία με κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία και μια καπιταλιστική : εδώ δεν υπήρχε δημιουργική καταστροφή, δεν υπήρχε κίνητρο για κατασκευή καλύτερων εργαλείων.
Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που τα οικονομικά συστήματα με κεντρικό σχεδιασμό έχουν τεράστια δυσκολία στη βελτίωση του επιπέδου ζωής των λαών τους και τη δημιουργία πλούτου. Η παραγωγή κι η διανομή των προϊόντων καθορίζονται από συγκεκριμένες οδηγίες των σχεδιαστών της οικονομικής πολιτικής προς τις βιομηχανίες, με τις οποίες τους υπαγορεύουν από ποιόν και σε ποιες ποσότητες θα πρέπει να παραλάβουν πρώτες ύλες κι υπηρεσίες, τι θα παράγουν και σε ποιόν θα πρέπει να διανείμουν το προϊόν τους. Το εργατικό δυναμικό υποτίθεται ότι απασχολείται πλήρως κι οι μισθοί είναι προκαθορισμένοι. Λείπει από το σύστημα ο τελικός καταναλωτής, ο οποίος σε μια τυπικά σχεδιασμένη οικονομία υποτίθεται ότι δέχεται παθητικά τα προϊόντα που διατάζουν να κατασκευαστούν οι κεντρικοί σχεδιαστές της οικονομίας. Ακόμη και στην ΕΣΣΔ, οι καταναλωτές δεν συμπεριφερόταν μ’ αυτό τον τρόπο.
Χωρίς ουσιαστική αγορά, η οποία να ρυθμίζει την προσφορά σε σχέση με τη ζήτηση, η συνέπεια είναι κατά κανόνα η δημιουργία τεράστιων πλεονασμάτων σε προϊόντα, τα οποία δεν θέλει κανείς, κι η δημιουργία επίσης τεράστιων ελλείψεων προϊόντων, τα οποία οι άνθρωποι θέλουν, αλλά δεν παράγονται σε επαρκείς ποσότητες. Οι ελλείψεις οδηγούν στην επιβολή δελτίου ή στο περίφημο μοσχοβίτικο αντίστοιχο, τις ουρές στα μαγαζιά. ( Ο Σοβιετικός μεταρρυθμιστής Γεγκόρ Γκαϊντάρ, μιλώντας αργότερα για τη δύναμη του ανθρώπου που χειριζόταν σπάνια προϊόντα, είπε : “ Το να είσαι απλός πωλητής σε πολυκατάστημα ήταν ανάλογο με το να είσαι σήμερα εκατομμυριούχος στη Σίλικον Βάλεϊ. Σήμαινε γενική καταξίωση, σήμαινε επιρροή, σήμαινε τον γενικό σεβασμό” ).
.
" Ότι ανήκει στο ίδιο σύνολο, μπορεί πλέον ν' αναπτύσσεται μαζί "
Βίλι Μπράντ, Καγκελάριος της Δ. Γερμανίας 1969 - 1974
Βραβείο Νόμπελ για την ειρήνη 1971
Τα σοβιέτ είχαν στοιχηματίσει ολόκληρο το έθνος τους πάνω στην υπόθεση ότι ο κεντρικός σχεδιασμός κι όχι ο ανοιχτός ανταγωνισμός κι οι ελεύθερες αγορές είναι ο τρόπος να πετύχει κανείς το κοινό καλό. Έχοντας αυτή την ιδέα στο μυαλό, επιθυμούσα διακαώς να συναντήσω τον Στεφάν Σιταριάν, το δεξί χέρι του διευθυντή του Γκοσπλάν, της Επιτροπής Κεντρικού Σχεδιασμού. Η Σοβιετική Ένωση είχε ένα γραφειοκρατικό μηχανισμό για τα πάντα, κι οι βασικοί τέτοιοι μηχανισμοί είχαν ονόματα που άρχιζαν από γκοσ - , το οποίο δηλώνει το κράτος.
Το Γκοσνάμπ παρείχε πρώτες ύλες στη βιομηχανία, το Γκοστρούντ καθόριζε τους μισθούς και τους κανονισμούς εργασίας, το Γκοσκομτσέν αποφάσιζε το ύψος των τιμών. Στην κορυφή όλων αυτών ήταν θρονιασμένο το Γκοσπλάν – το οποίο, όπως αξιομνημόνευτα το περιέγραψε ένας αναλυτής, υπαγόρευε “ τον τύπο, την ποσότητα και την τιμή όλων των προϊόντων που παραγόταν σε κάθε εργοστάσιο και σε κάθε εργαστήριο, σε μια περιοχή που καταλάμβανε έντεκα μεσημβρινούς ”. Η απέραντη αυτοκρατορία του Γκοσπλάν περιλάμβανε στρατιωτικά εργοστάσια, τα οποία είχαν πρόσβαση στις καλύτερες εργατικές δυνάμεις και στα καλύτερα υλικά, κι όλοι τα θεωρούσαν από τα πιο σπουδαία της Σοβιετικής Ένωσης. Συνολικά, οι Δυτικοί αναλυτές εκτιμούσαν ότι ο οργανισμός αυτός ήλεγχε μεταξύ του 60 και του 80% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της χώρας. Ο Σιταριάν και το αφεντικό του, ο Γιούρι Μασκλιούκοφ, ήταν τα άτομα που κρατούσαν το τιμόνι.
Θεωρητικά σου επέτρεπε να προβλέψεις την επίδραση που μπορεί να είχε σε οποιοδήποτε τμήμα της οικονομίας η αλλαγή μιας εξόδου, όπως, παραδείγματος χάρη, η παραγωγή τρακτέρ ή μια μεγάλη αύξηση στη στρατιωτική παραγωγή, όπως η προετοιμασία των ΗΠΑ για τον “ Πόλεμο των άστρων ”, όπως έγινε γνωστή η αντιπυραυλική διαστημική ασπίδα της εποχής του Ρέιγκαν. Ωστόσο οι Δυτικοί οικονομολόγοι θεωρούσαν γενικά τους πίνακες εισόδου – εξόδου ως εργαλεία περιορισμένης εμβέλειας, γιατί δεν κατάφερναν να συλλάβουν τον δυναμισμό μιας πραγματικής οικονομίας : στον πραγματικό κόσμο, η σχέση μεταξύ εισόδων κι εξόδων αλλάζει κατά κανόνα πιο γρήγορα από τον ρυθμό με τον οποίο μπορεί να μετρηθεί ή να εκτιμηθεί.
Το μοντέλο εισόδου – εξόδου του Γκοσπλάν ήταν επεξεργασμένο με Πτολεμαϊκή τελειότητα. Κρίνοντας όμως από τις παρατηρήσεις του ανωτάτου στελέχους, δεν έβλεπα να έχουν επιλυθεί κάποιοι από τους περιορισμούς του. Έτσι, τον ρώτησα με ποιο τρόπο απεικόνιζε το μοντέλο αυτό την δυναμική αλλαγή και πως την αξιοποιούσε. Εκείνος σήκωσε απλώς τους ώμους αδιάφορα κι άλλαξε θέμα. Η συνάντησή μας τον υποχρέωνε να στήσει μια ολόκληρη παράσταση για να μου αποδείξει ότι οι σχεδιαστές της οικονομίας μπορούν να επεξεργαστούν παραγωγικά προγράμματα και να διευθύνουν μια τεράστια οικονομία πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ότι μπορούσαν να το κάνουν οι ελεύθερες αγορές. Υποπτευόμουν ότι ο άνθρωπος αυτός στην πραγματικότητα δεν είχε καθόλου τέτοιες πεποιθήσεις, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω αν αυτό που αισθανόταν πραγματικά ήταν κυνισμός ή αμφιβολία.
Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι ένας έξυπνος ΄κεντρικός σχεδιασμός θα έπρεπε να έχει την ευελιξία να παρακάμπτει τα μειονεκτήματα των μοντέλων του. Οι άνθρωποι σαν τον Σιταριάν ήταν έξυπνοι και κατέβαλλαν πραγματική προσπάθεια. Όμως είχαν στις πλάτες τους τεράστιο βάρος. Χωρίς τα άμεσα σημάδια των τιμολογιακών αλλαγών που στην ουσία κινούν τις καπιταλιστικές αγορές, πως θα μπορούσε οποιοσδήποτε να ξέρει ποιες ποσότητες θα έπρεπε να παράγει από το κάθε προϊόν ; Και κάτι εξίσου σημαντικό : τα στελέχη του κεντρικού σχεδιασμού δεν μπορούσαν να καθοδηγηθούν από τα σημάδια του χρηματοοικονομικού συστήματος για να κατανείμουν τον πλούτο έτσι ώστε να ικανοποιεί τις μεταβαλλόμενες ανάγκες και τα ευμετάβλητα γούστα του πληθυσμού. Χωρίς τη βοήθεια ενός μηχανισμού καθορισμού τιμών, ο σοβιετικός οικονομικός σχεδιασμός δεν είχε καμία ουσιαστική ανατροφοδότηση να τον καθοδηγεί.
.
Η πτώση του τείχους
Πολλά χρόνια πριν γίνω πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, είχα προσπαθήσει πραγματικά να φανταστώ τον εαυτό μου στη θέση ενός κεντρικού οικονομικού σχεδιαστή. Από το 1983 έως το 1985 είχα συμμετάσχει στη Συμβουλευτική Επιτροπή Αντικατασκοπίας ( PFIAB ) του Ρέιγκαν, όπου μου ζήτησαν ν’ αξιολογήσω τις αμερικανικές εκτιμήσεις σχετικά με την ικανότητα των Σοβιετικών ν’ απορροφήσουν την πίεση των επιταχυνόμενων εξοπλισμών. Το στοίχημα ήταν τεράστιο : η στρατηγική του πολέμου των άστρων, την οποία προωθούσε ο πρόεδρος, βασιζόταν στην υπόθεση ότι η σοβιετική οικονομία δεν μπορούσε να παραβγεί με τη δική μας. Εντατικοποίησε την κούρσα των εξοπλισμών - έτσι έλεγε τουλάχιστον η θεωρία – κι οι Σοβιετικοί θα καταρρεύσουν προσπαθώντας να παρακολουθήσουν τον βηματισμό μας ή θ’ αρχίσουν να διαπραγματεύονται. Έτσι κι αλλιώς θα καταλήξουμε σε κάποια συμφωνία κι ο Ψυχρός Πόλεμος θα τελειώσει.
Η ανάθεση ήταν σαφώς υπερβολικά σημαντική για να την απορρίψω, αλλά ταυτόχρονα με τρόμαζε. Θα ήταν ηράκλειο έργο να μάθω τον τρόπο λειτουργίας ενός συστήματος παραγωγής και διανομής τόσο διαφορετικό από το δικό μας. Όταν εμβάθυνα όμως στο έργο που είχα αναλάβει, δεν χρειάστηκα παρά μόνο μία εβδομάδα για να καταλήξω ότι η διεκπεραίωσή του ήταν αδύνατη : δεν υπήρχε κανένας αξιόπιστος τρόπος ν’ αξιολογήσω την οικονομία τους. Τα δεδομένα του Γκοσπλάν ήταν ανυπόληπτα : οι Σοβιετικοί διευθυντές σε ολόκληρη τη γραμμή παραγωγής είχαν κάθε κίνητρο για να υπερβάλλουν την παραγωγή των εργοστασίων τους για να χοντραίνουν τα πορτοφόλια τους. Και το χειρότερο, υπήρχαν τεράστιες εσωτερικές αναντιστοιχίες στα δεδομένα τους, τις οποίες δεν μπορούσα να συμβιβάσω και, υπέθετα, δεν μπορούσε να τις συμβιβάσει ούτε το ίδιο το Γκοσπλάν.
Ανέφερα στη PFIAB και στον πρόεδρο ότι δεν μπορούσα να κάνω οποιαδήποτε πρόγνωση σε σχέση με το εάν η πρόκληση του πολέμου των άστρων θα υπερφόρτωνε τη σοβιετική οικονομία κι ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι ούτε οι Σοβιετικοί μπορούσαν να το κάνουν. Στο τέλος, οι Σοβιετικοί δεν προσπάθησαν να συμπορευτούν με τον πόλεμο των άστρων. Ήλθε στην εξουσία ο Γκορμπατσόφ και άντ’ αυτού εξαπέλυσε τις μεταρρυθμίσεις του.
Τίποτε απ’ όλ’ αυτά δεν ανέφερα στα στελέχη του Γκοσπλάν. Όμως χαιρόμουν που δεν ήμουν στη θέση τους. Η δουλειά της Ομοσπονδιακής Τράπεζας ήταν δουλειά με πολύ μεγάλες προκλήσεις, αλλά το Γκοσπλάν ήταν απλώς σουρεαλιστικό.
Η συνάντηση με τον επικεφαλής της Κεντρικής Σοβιετικής Τράπεζας Βίκτορ Γκερασένκο ήταν πολύ λιγότερο τεταμένη. Επισήμως ήταν ο ομόλογός μου, αλλά σε μια σχεδιασμένη οικονομία στην οποία το κράτος αποφασίζει ποιος παίρνει χρηματοδότηση και ποιος δεν παίρνει, το τραπεζικό σύστημα παίζει πολύ μικρότερο ρόλο απ’ ότι στη Δύση : το Γκοσμπάνκ δεν ήταν κάτι παραπάνω από κεντρικός διανεμητής μισθών και τηρητής οικονομικών αρχείων. Κάποιος είχε δανειστεί, δεν κατάφερνε να εκπληρώσει τις πληρωμές του και γινόταν αναξιόχρεος ; Ε και ; Τα δάνεια στην ουσία ήταν μεταφορές χρημάτων μεταξύ οντοτήτων που όλες ανήκαν στο κράτος.
Οι τραπεζίτες δεν χρειαζόταν να νοιάζονται για τα επίπεδα των πιστώσεων ή για τους κινδύνους των επιτοκίων ή για τις αλλαγές της αγοραστικής αξίας – δηλαδή τα οικονομικά σημάδια που καθορίζουν ποιος παίρνει πίστωση και ποιος όχι, άρα ποιος παράγει τι και σε ποιόν πουλάει, μιας οικονομίας της αγοράς. Όλα τα θέματα, για τα οποία είχα μιλήσει την προηγούμενη βραδιά, πολύ απλά δεν αποτελούσαν τμήμα του κόσμου της Γκοσπλάν.
Ο Γκερασένκο ήταν ανοιχτόκαρδος και φιλικός. Επέμενε να αποκαλούμε ο ένας τον άλλον Βίκτορ και Άλαν. Μιλούσε εξαιρετικά αγγλικά έχοντας περάσει κάμποσα χρόνια διευθύνοντας μια τράπεζα σοβιετικής ιδιοκτησίας στο Λονδίνο, και καταλάβαινε τον τρόπο λειτουργίας του δυτικού τραπεζικού συστήματος. Όπως πολλοί, ήθελε να με κάνει να πιστέψω ότι η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν και τόσο πίσω σε σχέση με τις ΗΠΑ. Μου είχε ζητήσει να τους επισκεφτώ, όπως είχε ζητήσει κι από πολλούς άλλους Δυτικούς τραπεζίτες, επειδή ήθελε ν’ αποτελέσει τμήμα του έγκυρου κεντρικού τραπεζικού κατεστημένου. Μου φάνηκε ήπιο άτομο κι η κουβέντα μας ήταν εξαιρετικά ευχάριστη.
.
Στις 9 και 10 Νοεμβρίου του 1989, το τείχος του Βερολίνου που από το 1961 χώριζε στα δύο την πόλη, γκρεμίζεται από ένα ενθουσιώδες πλήθος. Η πτώση του τείχους αναγγέλλει την επανένωση της Γερμανίας και το τέλος των λαϊκών δημοκρατιών ( 1990 ), καθώς και τη διάλυση της ΕΣΣΔ ( 1991 ) : με λίγα λόγια το τέλος του κομμουνιστικού μπλοκ.
Μόλις τέσσερις εβδομάδες αργότερα, στις 9 Νοεμβρίου 1989, το Τείχος του Βερολίνου κατέρρευσε. Βρισκόμουν στο Τέξας, για δουλειά της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, αλλά, όπως όλοι, εκείνη τη νύχτα βρέθηκα καρφωμένος στην τηλεόραση. Αυτό καθ’ αυτό το γεγονός ήταν σημαντικό, αλλά ακόμη πιο σημαντικό για μένα τις μέρες που ακολούθησαν ήταν το οικονομικό χάλι που αποκάλυψε η πτώση του Τείχους. Ένα από τα πιο σημαντικά σημεία αντιπαράθεσης του 20ου αιώνα ήταν ο βαθμός στον οποίο έπρεπε να επεμβαίνει η κυβέρνηση στην οικονομία με σκοπό το κοινό καλό. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ευρωπαϊκές δημοκρατίες κινήθηκαν όλες προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού, κι η ισορροπία έγειρε προς τη μεριά της μεγαλύτερης κυβερνητικής επέμβασης, ακόμη και στην Αμερική: ολόκληρη η πολεμική προσπάθεια της αμερικανικής βιομηχανίας είχε σχεδιαστεί στην ουσία κεντρικά.
Αυτό ήταν το οικονομικό σκηνικό του Ψυχρού Πολέμου. Στην ουσία, αποδείχτηκε ότι ήταν μια μάχη όχι απλώς ανάμεσα σε ιδεολογίες αλλά ανάμεσα σε δύο μεγάλες θεωρίες κοινωνικής οργάνωσης, των οικονομιών της ελεύθερης αγοράς κατά των σχεδιασμένων οικονομιών. Και για τα τελευταία σαράντα χρόνια έμοιαζαν να βρίσκονται στο ίδιο περίπου επίπεδο. Υπήρχε γενικά η αντίληψη ότι παρά το ότι η Σοβιετική Ένωση κι οι σύμμαχοί της υστερούσαν οικονομικά, είχαν πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής τις σπατάλες των Δυτικών οικονομιών της αγοράς.
Ελεγχόμενα πειράματα δεν γίνονται σχεδόν ποτέ στην οικονομία. Η κατάσταση όμως ανάμεσα στην ανατολική και δυτική Γερμανία ήταν λες και την είχαν φτιάξει στο εργαστήριο. Και οι δύο χώρες άρχισαν με την ίδια κουλτούρα, με την ίδια γλώσσα, την ίδια ιστορία και το ίδιο αξιακό σύστημα. Μετά, για σαράντα χρόνια, ανταγωνιζόταν η μία την άλλη, από τη μία κι από την άλλη πλευρά μιας γραμμής, με ελάχιστο εμπόριο ανάμεσά τους. Οπότε αυτό που βρέθηκε στο μικροσκόπιο των αναλυτών ήταν τα πολιτικά κι οικονομικά συστήματά τους : ο καπιταλισμός της αγοράς έναντι του κεντρικού σχεδιασμού.
Πολλοί θεωρούσαν ότι ο αγώνας θα κρινόταν βραχεία κεφαλή. Η Δυτική Γερμανία φυσικά ήταν το επίκεντρο του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος, μια χώρα που είχε εγερθεί από τις στάχτες του πολέμου για να γίνει η πιο πλούσια δημοκρατία της Ευρώπης. Η Ανατολική Γερμανία, στο μεταξύ, έγινε η ατμομηχανή του ανατολικού μπλοκ : δεν ήταν μόνο ο μεγαλύτερος οικονομικός εταίρος της Σοβιετικής Ένωσης αλλά ταυτόχρονα μια χώρα με επίπεδο ζωής που φαινόταν να διαφέρει ελάχιστα από εκείνο της Δ. Γερμανίας.
Είχα συγκρίνει την ανατολικογερμανική και τη δυτικογερμανική οικονομία στη μελέτη που είχα κάνει για το PFIAB. Οι ειδικοί εκτιμούσαν ότι το ανατολικογερμανικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν στα 75 – 85% της Δυτικής Γερμανίας. Εγώ θεωρούσα ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον - δεν είχες παρά να κοιτάξεις τις μισοερειπωμένες προσόψεις των κτιρίων στην άλλη πλευρά του Τείχους του Βερολίνου για να καταλήξεις ότι τα επίπεδα παραγωγικότητας και το επίπεδο ζωής εκεί ήταν πολύ χαμηλότερα από τα αντίστοιχα της ζωντανής και δυναμικής Δύσης.
Η ειρωνεία του πράγματος ήταν ότι οι ανατολικογερμανικές εκτιμήσεις για ακαθάριστο εθνικό εισόδημα της χώρας τους δεν φαινόταν να διαφέρουν και πάρα πολύ από τις δυτικές. Η μικρή διαφορά στα επίπεδα ζωής ανάμεσα στη Δυτική και την Ανατολική Γερμανία φαινόταν να είναι αποτέλεσμα του ότι η Δυτική Γερμανία μάλλον υποτιμούσε τη δική της πρόοδο. Η κάθε χώρα, για παράδειγμα, μετρούσε τα αυτοκίνητα που παρήγε. Όμως, οι δυτικογερμανικές στατιστικές δεν λάμβαναν υπόψη τη διαφορά ποιότητας ανάμεσα σε μια τελευταίου τύπου Μερσεντές κι ένα Τραμπάντ, αυτό το λαμαρινένιο ανατολικογερμανικό κονσερβοκούτι που μόλυνε ακατάσχετα το περιβάλλον, αφού δεν είχε αλλάξει επί τριάντα ολόκληρα χρόνια. Έτσι, το χάσμα ανάμεσα στις δύο οικονομίες ήταν ίσως μεγαλύτερο απ’ ότι πιστευόταν γενικά.
.
Η πύλη του Βραδεμβούργου
Leonard Freed, 3 Οκτωβρίου 1990
Η πτώση του Τείχους αποκάλυψε ένα επίπεδο οικονομικής σήψης τόσο χαοτικό ώστε συντάραξε ακόμη και τους σκεπτικιστές. Το ανατολικογερμανικό εργατικό δυναμικό, απ’ ότι αποδείχτηκε, είχε μόλις το ένα τρίτο της παραγωγικότητας του δυτικού, καμία σχέση με το υπολογιζόμενο 75 - 85%. Το ίδιο ίσχυε και για το επίπεδο ζωής του πληθυσμού. Τα ανατολικογερμανικά εργοστάσια κατασκεύαζαν προϊόντα που ήταν τόσο χαμηλής ποιότητας κι οι ανατολικογερμανικές υπηρεσίες λειτουργούσαν τόσο πλημμελώς, ώστε ο εκσυγχρονισμός τους επρόκειτο να κοστίσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια.
Τουλάχιστον 40% των ανατολικογερμανικών επιχειρήσεων κρίθηκαν τόσο απελπιστικά παρωχημένες ώστε θάπρεπε να κλείσουν αμέσως. Οι περισσότερες από τις υπόλοιπες χρειαζόταν χρόνια στήριξης για να μπορέσουν να γίνουν ανταγωνιστικές. Εκατομμύρια άνθρωποι δεν είχαν που την κεφαλήν κλίναι. Αυτοί οι άνθρωποι θα έπρεπε να επανεκπαιδευτούν και να προωθηθούν σε καινούργιες δουλειές, αλλιώς το πιθανότερο ήταν ότι θα γινόταν κι αυτοί μέρος της στρατιάς των απελπισμένων που μετανάστευαν προς τη Δύση. Η έκταση της καταστροφής πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα ήταν ένα πολύ καλά φυλαγμένο μυστικό, μόνο που τώρα το μυστικό είχε βγει στο φως. "
Πηγές στοιχείων : Alan Greenspan, Η εποχή των αναταράξεων, Ωκεανίδα 2007, Dr. John Stevenson, Η ιστορία της Ευρώπης, Κ. Κωστόπουλος, 2005, Εικόνες που αφηγούνται την ιστορία του κόσμου, Σύγχρονοι ορίζοντες 2007.